- ρυΐσκομαι
- Α(απόθ.)1. υποφέρω από διάρροια2. παρουσιάζω τριχόπτωση3. πιθ. ρέω, χύνομαι4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) ὁ ῥυϊσκόμενοςο εκτεινόμενος ή ο ρευστός.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυΐσκομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- τού ῥέω* (πρβλ. ῥύαξ, ῥύσις) με επίθημα -ίσκω / -ίσκομαι (πρβλ. ἁλ-ίσκομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.